- λόρδωση
- η(ιατρ.), κύρτωση προς τα εμπρός της σπονδυλικής στήλης: Η ακτινογραφία έδειξε ότι πάσχει από λόρδωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λόρδωση — Ανώμαλη κάμψη της σπονδυλικής στήλης, που προκαλεί μεταβολή της θέσης του κορμού. Κατά τη λ. οι γλουτοί προεξέχουν, οι ώμοι γέρνουν προς τα πίσω, ενώ η ραχιαία και η οσφυϊκή περιοχή σχηματίζουν μεγάλη καμπύλη. Η πάθηση αυτή είναι σπάνια. Συνήθως… … Dictionary of Greek
λορδωσικός — ή, ό [λόρδωσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λόρδωση 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από λόρδωση … Dictionary of Greek
ορθοπεδική — Κλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπευτική αντιμετώπιση των μορφολογικών και λειτουργικών αλλοιώσεων του κινητικού συστήματος (oστών, αρθρώσεων, μυών και τενόντων), θα πρέπει να τονιστεί ότι η οστεοαρθρική παθολογία των … Dictionary of Greek
σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… … Dictionary of Greek